- φελούκα
- η мор. фелюга, баркас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φελούκα — η, Ν 1. ναυτ. πλοιάριο παρόμοιο με τη γαλέρα, εφοδιασμένο με ένα ή δύο τριγωνικά ιστία αναρτημένα σε εμπροσθοκλινείς ιστούς, καθώς και με κουπιά, που παλαιότερα χρησίμευε ως βοηθητικό σκάφος τών πειρατών 2. ειρων. κάθε μικρό κωπήλατο ή ιστιοφόρο… … Dictionary of Greek
φελούκα — η (λ. ισπαν.) 1. είδος βάρκας. 2. είδος πλοιαρίου στενού, χαμηλού, άφραχτου, που πλέει με κουπιά ή με 2 3 λατίνια (τριγωνικά πανιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφόλκιο — το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός] ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβία μσν. αρχ. συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκη αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκια… … Dictionary of Greek